πολυκύτταρος

πολυκύτταρος
-η, -ο
αυτός που αποτελείται από πολλά κύτταρα (αντίθ. μονοκύτταρος): Πολυκύτταρος οργανισμός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πολυκύτταρος — η, ο, Ν βλ. πολυκυτταρικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κύτταρο (πρβλ. μονο κύτταρος)] …   Dictionary of Greek

  • ανάπτυξη — Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί παρουσιάζουν συνεχείς μεταβολές τόσο στη μορφή όσο και στη λειτουργία. Έτσι, ένας πολυκύτταρος οργανισμός αρχίζοντας την α. του από ένα κύτταρο (το γονιμοποιημένο ωάριο ή ζυγώτη) μεγαλώνει, ωριμάζει, λειτουργεί… …   Dictionary of Greek

  • αναπαραγωγή — Χαρακτηριστική λειτουργία όλων των ζωντανών συστημάτων, που έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση, συνέχιση και εξέλιξη του φαινομένου της ζωής σε νέους οργανισμούς, με τελικό επακόλουθο τη διατήρηση και διαιώνιση του είδους τους. Η α. είναι απόλυτα… …   Dictionary of Greek

  • θαλλός — Βλαστικό σώμα πολυάριθμων κατωτέρων φυτικών οργανισμών (φύκη, μύκητες, λειχήνες). Ονομάζονται θαλλόφυτα, σε αντίθεση με τα κορμόφυτα, στα οποία διακρίνονται σαφώς διαφοροποιημένες οι ρίζες, ο βλαστός και τα φύλλα. Η διάκριση, αν και φαίνεται… …   Dictionary of Greek

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • πολυκυττάρωση — η, Ν ιατρ. [πολυκύτταρος] η παρουσία σε ένα οργανικό υγρό κυτταρικών στοιχείων περισσότερων από τα φυσιολογικά όρια …   Dictionary of Greek

  • πολυκυτταρικός — ή, ό, και πολυκύτταρος, η, ο, Ν βιολ. (για οργανισμό) αυτός που κατά τη διάρκεια τού μεγαλύτερου μέρους τού βιολογικού του κύκλου αποτελείται από πολλά, διαφοροποιημένα και αλληλεξαρτώμενα κύτταρα, τα οποία σχηματίζουν διαφοροποιημένους ιστούς… …   Dictionary of Greek

  • σποριαγγειοφόρος — ο, Ν βοτ. δομή που φέρει ένα ή περισσότερα σποριάγγεια και μπορεί να είναι μια απλή υφή ή ένας πολυκύτταρος ή διακλαδιζόμενος μίσχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sporangiophore (< σποράγγειο* + φόρος*)] …   Dictionary of Greek

  • σπόγγος — ο, ΝΜΑ, και σφόγγος Α 1. ασύμμετρος πολυκύτταρος διπλοβλαστικός οργανισμός, το φύλο τού οποίου περιλαμβάνει 5.000 περίπου αρτίγονα είδη που ζουν προσκολλημένα σε αποικίες ή μοναχικά στον βυθό τών θαλασσών και μερικά στα γλυκά νερά και… …   Dictionary of Greek

  • βόλβοξ — (volvox).Γένος χλωροφυκών των γλυκών νερών. Τα άτομα του γένους αυτού ζουν κατά αποικίες, σφαιρικού ή ωοειδούς σχήματος, που η διάμετρός τους κυμαίνεται μεταξύ 0,1 και 0,7 χιλιοστών, και συνδέονται μεταξύ τους με κυτταροπλασματικές γέφυρες. Τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”